- τεχνουργείο
- τοεργαστήριο του τεχνουργού (βλ. λ.), όπου κατασκευάζονται έργα τέχνης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεχνουργείο — το, Ν το εργαστήριο στο οποίο δημιουργούνται έργα τέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεχνουργός. Η λ., στον λόγιο τ. τεχνουργεῖον, μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη] … Dictionary of Greek